sábado, 18 de febrero de 2017

«Dice Penélope» (un poema de Katerina Anghelaki-Rooke)




Mi traducción de este poema de Katerina Anghelaki-Rooke (Atenas, 1939) apareció publicado, junto con otros cuatro poemas de la autora, en el pasado número (noviembre de 2016) de la estupenda revista de poesía Años Diez.

***

DICE PENÉLOPE


And your absence teaches
me what art could not

   Daniel Weissbort
 
 
No cosía, no tejía,
he comenzado un texto, y lo he destruido
bajo el peso de las palabras
pues una correcta expresión queda lastrada
si el dolor oprime dentro.
Y aunque la ausencia es el tema de mi vida
—ausencia de la vida—
sale el llanto al papel
y el sufrimiento físico del cuerpo
que está privado.

Borro, desgarro, ahogo
los gritos vivos
«Dónde estás, ven, te espero
esta primavera no es como las otras»
y vuelvo a amanecer
con nuevos pájaros y blancas sábanas
para secar al sol.
Tú no estarás aquí
para regar las flores con la manguera
para que goteen los viejos techos
colmados de lluvia
y se disuelva cuanto soy
en tu propia naturaleza
apacible, otoñal...
Tu refinado corazón
—refinado pues fui yo quien lo ha escogido—
estará siempre en otra parte
y he de cortar con palabras
los hilos que me atan
al hombre concreto
que añoro
hasta que Odiseo se vuelva símbolo de la Nostalgia
y navegue los mares
en la mente de cualquiera.
Te olvido con pasión
cada día
para que expíes tus pecados
de dulzura y aroma
y así completamente puro
puedas entrar en la inmortalidad.
Es una tarea dura, ingrata.
Mi única recompensa, si comprendo
de una vez qué es la presencia humana
qué la ausencia
o cómo funciona el ego
en tanta soledad, en tanto tiempo
y por qué nada detiene el mañana
y el cuerpo se rehace sin parar
se levanta del lecho se acuesta
como si lo talara
a veces la enfermedad y a veces el amor
esperando
que lo que se pierde en tacto
se gane en esencia. 


De Los papeles dispersos de Penélope (1977) 
 (Traducción de Juan Manuel Macías)


***


ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ


And your absence teaches
me what art could not
   Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
—απουσία από τη ζωή—
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«Πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.


Τα σκορπια χαρτια της Πηνελοπης (1977)

sábado, 11 de febrero de 2017

En romance (en traducción de Ati Solerti)

La traducción que hizo de mi poema «En romance», la poeta y traductora griega Ati Solerti. El título |«Ασματικό» (= lo relativo al canto), siempre me pareció un hallazgo maravilloso. Hasta el punto de que creo que mi poema es la versión y el suyo el original.

ΑΣΜΑΤΙΚΟ

Αυτές οι αργές λέξεις κάτι έχουν
από αργό ήλιο που τα απογεύματα τα τελευταία
του σεπτέμβρη διαλύεται στο ασήμι.
Είναι το πορφυρό μυστήριο του οίνου
που σαν ένα παιδί ξαναγεννιέται στο πατητήρι
με θορυβώδη φωνή και μάτια ηλικιωμένου.
Αυτές οι λέξεις έρχονται στα χείλη
όπως στην άκρη μιας πισίνας η σελήνη
συναισθηματική, αρχαία, αυστηρή και ευγενής.
Είναι η βρεγμένη γη, ο αγνός άνεμος
που πλέκει μάγια ανάμεσα στα πουρνάρια˙
ο χάλυβας μετριασμένος από θάρρος˙
ο βασιλιάς και ο επαίτης, που, στη μεγάλη ώρα,
ξέρουν να βλέπουν μέσα τους σαν ένας καθρέφτης
του αιώνιου ανθρώπου που στη σιωπή πεθαίνει.
Και είναι η ακρόπολη, και είναι το μάρμαρο
που διατηρεί μάχες και καταδίκες,
απ’ τη φαυλότητα των ημερών πάντα ασφαλείς.
Αυτές οι αργές λέξεις είναι οι γονείς
που μας κληροδότησαν ναούς, παλιά ενδύματα
και μια ιστορία διδαγμένη στις σοφίτες.
Κι είναι τα σύννεφα επίσης χωρίς ιστορία
που οικοδομεί την έρημο μες στην αδυναμία
όπου μονάχα η πίστη κρατά σε αναμονή
το μετάξι, με το βάρος του θανάτου.

Πιο πέρα από τις άγονες γραμματικές,
πιο πέρα από τα ψυχρά ράφια,
πιο πέρα από των χρόνων τα φύλλα,
και πιο πέρα από τη λογοτεχνία,
αυτές οι αργές λέξεις είναι το δικό μου αίμα,
και καίνε σ’ αυτές μέσα πολλές ζωές μαζί,
πολλά μάτια που κοιτάζουν εκ του χρόνου,
άμα τις κάνω απ’ τις αβύσσους τους να γυρίσουν
στο αυτί για να σου μιλήσουν. Αυτές οι λέξεις
είναι το σώμα μου που θρύψαλα απ’ την άμμο έχει γίνει,
η καρδιά μου από την τρικυμία μεταφερμένη,
η ψυχή μου μέσα στο κοχύλι μαζεμένη.

(Χουάν Μανουέλ Μαθίας, Από το βιβλίο Άσματα και φυλακές, Isla de Siltolá 2011)

Μετάφραση: Άτη Σολέρτη
Traducción: Ati Solerti

lunes, 6 de febrero de 2017

Vestigio

Si, por alguna catástrofe, todo vestigio que quedara de la poesía se redujera a los tratados de métrica y prosodia (aunque algunos tienen su gracia), sería como si lo único que hubiese quedado del amor fuera el Kamasutra, que es un libro ridículo e increíblemente sobrevalorado.

miércoles, 1 de febrero de 2017

Karyotakis: Optimismo

Mi versión de un poema de Kostas Karyotakis (Trípoli, 1896 - Préveza, 1928), perteneciente a un próximo libro: Kostas Karyotakis, Elegías y sátiras (y cuatro poemas póstumos).


OPTIMISMO

Supongamos que no hemos llegado
al negro fin del camino, al fondo de la mente.
Supongamos que vinieron los bosques
con el regio equipaje de una mañana
triunfante, con pájaros, con el cielo claro,
con el sol que habrá de transitar por ellos.

Supongamos que estamos allá lejos,
en tierras que el occidente, el norte ignoran,
y echamos al aire nuestros abrigos
mientras nos miran los nativos, intrigados y serios.
Alguna dama, para acogernos con ternura,
dispensó por todo el día a sus sirvientes.

Supongamos que la talla de nuestro sombrero
se ensancha de repente, pero encogen y se nos pegan
los pantalones y, que a un golpe de espuela,
mil caballos arrancan al galope.
Marchamos —las enseñas al viento—
héroes cruzados, salvadores del Salvador.

Supongamos que no hemos llegado
por cientos de caminos a los confines del silencio,
y cantemos —que sea la canción
cual fanfarria victoriosa, estallido de un grito—
a los rojos demonios en la entraña de la tierra,
y sobre la tierra a los hombres para su regocijo.


(Traducción: Juan Manuel Macías)


***


ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράση.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθή κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε —σημαίες στον άνεμο χτυπούν—
ήρωες σταυροφοόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, —το τραγούδι να μοιάση
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής—
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάση.